- δίφρος
- Το μέρος του αρχαίου ελληνικού άρματος όπου κάθονταν ο αρματηλάτης και ο πολεμιστής. Αργότερα, ονομάστηκε δ. το ίδιο το άρμα ή η άμαξα. Στους ηρωικούς χρόνους η δ. ήταν εξάρτημα του πολεμικού άρματος, όπου κάθονταν ο ηνίοχος και ο παραβάτης (πολεμιστής). Δ. ονομαζόταν και η έδρα χωρίς ανάκλιντρο, που είχε διασταυρωμένα πόδια για να κλείνει και να μεταφέρεται εύκολα.
Χαρακτηριστικός τύπος δίφρου.
* * *ο (AM δίφρος, ο και δίφρον, το)κάθισμα, έδρα χωρίς ράχη και υποστήριγμα για τα χέριααρχ.1. το μέρος τού άρματος όπου στεκόταν ο ηνίοχος και ο πολεμιστής2. άρμα3. επιβατική άμαξα4. φορείο, κρεβάτι5. το έδρανο τών ρωμαίων αρχόντων (stella curulis)6. ουροδοχείο7. έδρα δικαστή8. βασιλικός θρόνος9. «λασανίτης δίφρος» — τρίποδο τραπέζι κοντά σε πηγή για να ακουμπούν τα δοχεία τού νερού10. φρ. α) «δίφρος τῆς πόλεως» — τα ανώτατα διοικητικά αξιώματαβ) «δίφρος τοῡ ἡλίου» — άρμα τού ήλιου (Ευριπ. Φοίν.)γ) «ἐσθίειν ἐπὶ δίφρου» — πυθαγορικό πρόσταγμα που συμβουλεύει λιτότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δίφρος είναι σύνθετη από το επίρρ. δις* και τη μηδενισμένη βαθμίδα ρίζας τού ρ. φέρω*, η οποία εμφανίζεται μόνο σε αυτόν τον τ., πράγμα που οδηγεί στην υπόθεση ότι πρόκειται για αρχαϊκή λέξη. Το επίρρ. δις δεν δηλώνει την ύπαρξη δύο πολεμιστών στο ομηρικό άρμα, αλλά είτε τις δύο λαβές στο κάθισμα τού άρματος είτε ότι το φορητό κάθισμα μεταφερόταν και από τις δύο μεριές για να τοποθετηθεί στο άρμα.ΠΑΡ. αρχ. διφρεύω, δίφρια.ΣΥΝΘ. διφρηλάτηςαρχ.διφρήλατος, διφροπηγός, διφρουλκώ, διφρουργία, διφροφόροςμσν.διφρουλκία].
Dictionary of Greek. 2013.